- κεραυνοβόλου
- κεραυνόβολοςhurling the thundermasc/fem/neut gen sgκεραυνοβόλοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
Βοσκοπούλα ή Βοσκοπούλα η εύμορφη — Τίτλος ποιμενικού ειδυλλίου της κρητικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου. Ο δημιουργός του είναι άγνωστος, από μερικούς όμως το έργο αποδίδεται στον Νικόλαο Δριμυτινό «εξ Αποκορώνου Κρήτης», ο οποίος και το… … Dictionary of Greek
Γιουτλάνδη — (δαν. Jylland, γερμ. Jutland). Χερσόνησος (περ. 42.000 τ. χλμ.) της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται προς τα ΒΔ, μεταξύ της Βόρειας θάλασσας στα Δ και του Κατεγάτη και του Μικρού Βέλτη προς τα Α. Το βόρειο τμήμα της, που είναι και το… … Dictionary of Greek
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Μπεν Γκουριόν, Νταβίντ — (Πλονσκ, Πολωνία 1886 – Τελ Αβίβ 1973). Ισραηλινός πολιτικός. Μετά τη διακήρυξη Μπάλφουρ (1917) υπήρξε από τους οργανωτές της εβραϊκής Λεγεώνας και (1921 45) γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Ισραήλ (Μαπάι). Οπαδός της συνεργασίας με … Dictionary of Greek